λιμενεύω

λιμενεύω
λιμενεύω (Μ) [λιμήν]
1. οδηγώ σε λιμάνι, ελλιμενίζω
2. μέσ. λιμενεύομαι
α) (για πλοίο) μπαίνω σε λιμάνι, προσορμίζομαι, αράζω
β) μτφ. βρίσκω κάπου καταφύγιο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • λιμένας — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 5 μ., 35 κάτ.) της Χίου. Βρίσκεται στη νοτιοδυτική ακτή του νησιού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μαστιχοχωρίων του νομού Χίου. Μέχρι το 1981 ονομαζόταν Πασά Λιμάνι. * * * και λιμήν, ο (AM λιμήν, ένος) 1. φυσική ή τεχνητή …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”